συνωθώ

συνωθώ
συνωθῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνωθῶ, -έω, Α [ὠθῶ]
1. ωθώ, σπρώχνω πολλά πράγματα μαζί το ένα με το άλλο, στρυμώχνω
2. σπρώχνω κι εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον ή άλλους
3. (μέσ. και παθ.) συνωθούμαι και συνωθοῦμαι, -έομαι
συνωστίζομαι, στρυμώχνομαι
αρχ.
(αμτβ.) διέρχομαι και εγώ με βίαιο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνωθῶ — συνωθέω force together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνωθέω force together pres ind act 1st sg (attic epic doric) συνωθέω force together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνωθέω force together pres ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισυνωθώ — ἐπισυνωθῶ, έω (Α) [συνωθώ] συνωθώ …   Dictionary of Greek

  • συνωθίζω — ΜΑ συνωθώ, στρυμώχνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού συνωθῶ κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • σύνωσις — ώσεως, ἡ, Α [συνωθῶ] η ενέργεια τού συνωθώ, στρύμωγμα …   Dictionary of Greek

  • άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • αλής — ἁλής, ὲς (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ. αθρόα, συγκεντρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος… …   Dictionary of Greek

  • ανειλώ — ἀνειλῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. 1. ξεδιπλώνω, ανοίγω 2. περιτυλίγω, στριμώχνω II. μέσ. 1. συνωθούμαι, συναθροίζομαι 2. περιορίζομαι, στενοχωρούμαι 3. (για γλώσσα) συμμαζεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ειλώ ( έω) «συνωθώ, συγκεντρώνω, τυλίγω». ΠΑΡ. αρχ …   Dictionary of Greek

  • επιθλίβω — ἐπιθλίβω (AM) μσν. καταπιέζω κάποιον αρχ. 1. πιέζω κάτι από πάνω 2. πατώ, καταπατώ 3. συνωθώ, συσσωρεύω 4. καταπνίγω, παραλύω 5. μτφ. ενοχλώ, στενοχωρώ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”